τουμπάρισμα

τουμπάρισμα
το, -ατος
ανατροπή, αναποδογύρισμα: Τουμπάρισμα του αυτοκινήτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τουμπάρισμα — το, Ν [τουμπάρω] αναποδογύρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”